Jump to content

μονομερής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μονο- (mono-, mono) +‎ μέρος (méros, part)

Adjective

[edit]

μονομερής (monomerísm (feminine μονομερής, neuter μονομερές)

  1. one-sided, single sided
  2. unilateral
  3. (chemistry) monomeric

Declension

[edit]
Declension of μονομερής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονομερής (monomerís) μονομερής (monomerís) μονομερές (monomerés) μονομερείς (monomereís) μονομερείς (monomereís) μονομερή (monomerí)
genitive μονομερούς (monomeroús)
μονομερή (monomerí)
μονομερούς (monomeroús) μονομερούς (monomeroús) μονομερών (monomerón) μονομερών (monomerón) μονομερών (monomerón)
accusative μονομερή (monomerí) μονομερή (monomerí) μονομερές (monomerés) μονομερείς (monomereís) μονομερείς (monomereís) μονομερή (monomerí)
vocative μονομερή (monomerí)
μονομερής (monomerís)
μονομερής (monomerís) μονομερές (monomerés) μονομερείς (monomereís) μονομερείς (monomereís) μονομερή (monomerí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μονομερής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μονομερής, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]