μονομερής
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]μονο- (mono-, “mono”) + μέρος (méros, “part”)
Adjective
[edit]μονομερής • (monomerís) m (feminine μονομερής, neuter μονομερές)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μονομερής (monomerís) | μονομερής (monomerís) | μονομερές (monomerés) | μονομερείς (monomereís) | μονομερείς (monomereís) | μονομερή (monomerí) | |
genitive | μονομερούς (monomeroús) μονομερή (monomerí) |
μονομερούς (monomeroús) | μονομερούς (monomeroús) | μονομερών (monomerón) | μονομερών (monomerón) | μονομερών (monomerón) | |
accusative | μονομερή (monomerí) | μονομερή (monomerí) | μονομερές (monomerés) | μονομερείς (monomereís) | μονομερείς (monomereís) | μονομερή (monomerí) | |
vocative | μονομερή (monomerí) μονομερής (monomerís) |
μονομερής (monomerís) | μονομερές (monomerés) | μονομερείς (monomereís) | μονομερείς (monomereís) | μονομερή (monomerí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μονομερής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μονομερής, etc.)
Synonyms
[edit]- μονόπλευρος (monóplevros)
Related terms
[edit]- μονομέρεια f (monoméreia, “unilateralism”)
- διμερής (dimerís, “bilateral”)
- πολυμερής (polymerís, “polymeric, multilateral”)