Jump to content

πολυμερής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

πολυ- (poly-, poly-, multi-) +‎ μέρος (méros, part)

Adjective

[edit]

πολυμερής (polymerísm (feminine πολυμερής, neuter πολυμερές)

  1. multilateral
  2. (chemistry) polymeric
  3. multisided, multi-parted

Declension

[edit]
Declension of πολυμερής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολυμερής (polymerís) πολυμερής (polymerís) πολυμερές (polymerés) πολυμερείς (polymereís) πολυμερείς (polymereís) πολυμερή (polymerí)
genitive πολυμερούς (polymeroús)
πολυμερή (polymerí)
πολυμερούς (polymeroús) πολυμερούς (polymeroús) πολυμερών (polymerón) πολυμερών (polymerón) πολυμερών (polymerón)
accusative πολυμερή (polymerí) πολυμερή (polymerí) πολυμερές (polymerés) πολυμερείς (polymereís) πολυμερείς (polymereís) πολυμερή (polymerí)
vocative πολυμερή (polymerí)
πολυμερής (polymerís)
πολυμερής (polymerís) πολυμερές (polymerés) πολυμερείς (polymereís) πολυμερείς (polymereís) πολυμερή (polymerí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυμερής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυμερής, etc.)

[edit]