Jump to content

μονομέρεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From μονο- (mono-, mono) +‎ μέρος (méros, part) +‎ -εια (-eia, -ism).

Noun

[edit]

μονομέρεια (monoméreiaf (plural μονομέρειες)

  1. unilateralism

Declension

[edit]
Declension of μονομέρεια
singular plural
nominative μονομέρεια (monoméreia) μονομέρειες (monoméreies)
genitive μονομέρειας (monoméreias) μονομερειών (monomereión)
accusative μονομέρεια (monoméreia) μονομέρειες (monoméreies)
vocative μονομέρεια (monoméreia) μονομέρειες (monoméreies)
[edit]