απενεργοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From απενεργοποιώ (apenergopoió) + -ση (-si).
Noun
[edit]απενεργοποίηση • (apenergopoíisi) f (plural απενεργοποιήσεις)
- deactivation
- Antonym: ενεργοποίηση f (energopoíisi)
Declension
[edit]Declension of απενεργοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | απενεργοποίηση • | απενεργοποιήσεις • | |
genitive | απενεργοποίησης • | απενεργοποιήσεων • | |
accusative | απενεργοποίηση • | απενεργοποιήσεις • | |
vocative | απενεργοποίηση • | απενεργοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: απενεργοποιήσεως • |
Related terms
[edit]- απενεργοποιώ (apenergopoió)
- ενεργοποίηση f (energopoíisi)