Jump to content

απενεργοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From απενεργοποιώ (apenergopoió) +‎ -ση (-si).

Noun

[edit]

απενεργοποίηση (apenergopoíisif (plural απενεργοποιήσεις)

  1. deactivation
    Antonym: ενεργοποίηση f (energopoíisi)

Declension

[edit]
Declension of απενεργοποίηση
singular plural
nominative απενεργοποίηση (apenergopoíisi) απενεργοποιήσεις (apenergopoiíseis)
genitive απενεργοποίησης (apenergopoíisis) απενεργοποιήσεων (apenergopoiíseon)
accusative απενεργοποίηση (apenergopoíisi) απενεργοποιήσεις (apenergopoiíseis)
vocative απενεργοποίηση (apenergopoíisi) απενεργοποιήσεις (apenergopoiíseis)

Older or formal genitive singular: απενεργοποιήσεως (apenergopoiíseos)

[edit]