Jump to content

ρευστός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ρευστός (refstósm (feminine ρευστή, neuter ρευστό)

  1. liquid, fluid
    Coordinate terms: ευφραδής (effradís), με ευχέρεια (me efchéreia)

Declension

[edit]
Declension of ρευστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ρευστός (refstós) ρευστή (refstí) ρευστό (refstó) ρευστοί (refstoí) ρευστές (refstés) ρευστά (refstá)
genitive ρευστού (refstoú) ρευστής (refstís) ρευστού (refstoú) ρευστών (refstón) ρευστών (refstón) ρευστών (refstón)
accusative ρευστό (refstó) ρευστή (refstí) ρευστό (refstó) ρευστούς (refstoús) ρευστές (refstés) ρευστά (refstá)
vocative ρευστέ (refsté) ρευστή (refstí) ρευστό (refstó) ρευστοί (refstoí) ρευστές (refstés) ρευστά (refstá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ρευστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ρευστός, etc.)

Further reading

[edit]