ευφραδής
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ευφραδής • (effradís) m (feminine ευφραδής, neuter ευφραδές)
- fluent, eloquent
- Synonym: με ευχέρεια (me efchéreia)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευφραδής (effradís) | ευφραδής (effradís) | ευφραδές (effradés) | ευφραδείς (effradeís) | ευφραδείς (effradeís) | ευφραδή (effradí) | |
genitive | ευφραδούς (effradoús) ευφραδή (effradí) |
ευφραδούς (effradoús) | ευφραδούς (effradoús) | ευφραδών (effradón) | ευφραδών (effradón) | ευφραδών (effradón) | |
accusative | ευφραδή (effradí) | ευφραδή (effradí) | ευφραδές (effradés) | ευφραδείς (effradeís) | ευφραδείς (effradeís) | ευφραδή (effradí) | |
vocative | ευφραδή (effradí) ευφραδής (effradís) |
ευφραδής (effradís) | ευφραδές (effradés) | ευφραδείς (effradeís) | ευφραδείς (effradeís) | ευφραδή (effradí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευφραδής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευφραδής, etc.)
Related terms
[edit]- ευφράδεια f (effrádeia, “eloquence, fluency”)
Further reading
[edit]- ευφραδής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language