Jump to content

ευφραδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ευφραδής (effradísm (feminine ευφραδής, neuter ευφραδές)

  1. fluent, eloquent
    Synonym: με ευχέρεια (me efchéreia)

Declension

[edit]
Declension of ευφραδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευφραδής (effradís) ευφραδής (effradís) ευφραδές (effradés) ευφραδείς (effradeís) ευφραδείς (effradeís) ευφραδή (effradí)
genitive ευφραδούς (effradoús)
ευφραδή (effradí)
ευφραδούς (effradoús) ευφραδούς (effradoús) ευφραδών (effradón) ευφραδών (effradón) ευφραδών (effradón)
accusative ευφραδή (effradí) ευφραδή (effradí) ευφραδές (effradés) ευφραδείς (effradeís) ευφραδείς (effradeís) ευφραδή (effradí)
vocative ευφραδή (effradí)
ευφραδής (effradís)
ευφραδής (effradís) ευφραδές (effradés) ευφραδείς (effradeís) ευφραδείς (effradeís) ευφραδή (effradí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευφραδής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευφραδής, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]