ενεργειακός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ενέργει(α) (enérgei(a), “energy”) + -ακός (-akós, suffix for adjectives denoting reference).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ενεργειακός • (energeiakós) m (feminine ενεργειακή, neuter ενεργειακό)
- (economy) referring to energy sources, to energy efficiency
- βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ― veltíosi tis energeiakís apódosis ― improvement of energy efficiency
- Πριν από τέσσερα χρόνια είχαμε μια σοβαρή ενεργειακή κρίση, το δε 2007 εγκρίναμε στο Σώμα αυτό έκθεση για την ενεργειακή ασφάλεια.
- Prin apó téssera chrónia eíchame mia sovarí energeiakí krísi, to de 2007 egkríname sto Sóma aftó ékthesi gia tin energeiakí asfáleia.
- Four years ago we had a serious energy crisis, and in 2007 we adopted an energy security report in this House. (europarl.europa.eu)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ενεργειακός (energeiakós) | ενεργειακή (energeiakí) | ενεργειακό (energeiakó) | ενεργειακοί (energeiakoí) | ενεργειακές (energeiakés) | ενεργειακά (energeiaká) | |
genitive | ενεργειακού (energeiakoú) | ενεργειακής (energeiakís) | ενεργειακού (energeiakoú) | ενεργειακών (energeiakón) | ενεργειακών (energeiakón) | ενεργειακών (energeiakón) | |
accusative | ενεργειακό (energeiakó) | ενεργειακή (energeiakí) | ενεργειακό (energeiakó) | ενεργειακούς (energeiakoús) | ενεργειακές (energeiakés) | ενεργειακά (energeiaká) | |
vocative | ενεργειακέ (energeiaké) | ενεργειακή (energeiakí) | ενεργειακό (energeiakó) | ενεργειακοί (energeiakoí) | ενεργειακές (energeiakés) | ενεργειακά (energeiaká) |
Further reading
[edit]- ενεργειακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language