Jump to content

ενεργειακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ενέργει(α) (enérgei(a), energy) +‎ -ακός (-akós, suffix for adjectives denoting reference).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.neɾ.ʝi.aˈkos/
  • Hyphenation: ε‧νερ‧γει‧α‧κός

Adjective

[edit]

ενεργειακός (energeiakósm (feminine ενεργειακή, neuter ενεργειακό)

  1. (economy) referring to energy sources, to energy efficiency
    βελτίωση της ενεργειακής απόδοσηςveltíosi tis energeiakís apódosisimprovement of energy efficiency
    Πριν από τέσσερα χρόνια είχαμε μια σοβαρή ενεργειακή κρίση, το δε 2007 εγκρίναμε στο Σώμα αυτό έκθεση για την ενεργειακή ασφάλεια.
    Prin apó téssera chrónia eíchame mia sovarí energeiakí krísi, to de 2007 egkríname sto Sóma aftó ékthesi gia tin energeiakí asfáleia.
    Four years ago we had a serious energy crisis, and in 2007 we adopted an energy security report in this House. (europarl.europa.eu)

Declension

[edit]
Declension of ενεργειακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ενεργειακός (energeiakós) ενεργειακή (energeiakí) ενεργειακό (energeiakó) ενεργειακοί (energeiakoí) ενεργειακές (energeiakés) ενεργειακά (energeiaká)
genitive ενεργειακού (energeiakoú) ενεργειακής (energeiakís) ενεργειακού (energeiakoú) ενεργειακών (energeiakón) ενεργειακών (energeiakón) ενεργειακών (energeiakón)
accusative ενεργειακό (energeiakó) ενεργειακή (energeiakí) ενεργειακό (energeiakó) ενεργειακούς (energeiakoús) ενεργειακές (energeiakés) ενεργειακά (energeiaká)
vocative ενεργειακέ (energeiaké) ενεργειακή (energeiakí) ενεργειακό (energeiakó) ενεργειακοί (energeiakoí) ενεργειακές (energeiakés) ενεργειακά (energeiaká)

Further reading

[edit]