From Wiktionary, the free dictionary
Inherited from Ancient Greek καταδικάζω ( katadikázō ) .[ 1] By surface analysis , κατα- ( kata- ) + δικάζω ( dikázo )
IPA (key ) : /ka.ta.ðiˈka.zo/
Hyphenation: κα‧τα‧δι‧κά‧ζω
καταδικάζω • (katadikázo ) (past καταδίκασα , passive καταδικάζομαι , p‑past καταδικάστηκα , ppp καταδικασμένος ) ( transitive )
( law ) to sentence , to condemn ( to assign punishment )
to condemn , to damn ( to criticize strongly )
( figuratively ) to condemn , to doom ( to destine to experience bad circumstances; to fix irrevocably the ill fate of )
καταδικάζω καταδικάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
καταδικάζω
καταδικάσω
καταδικάζομαι
καταδικαστώ
2 sg
καταδικάζεις
καταδικάσεις
καταδικάζεσαι
καταδικαστείς
3 sg
καταδικάζει
καταδικάσει
καταδικάζεται
καταδικαστεί
1 pl
καταδικάζουμε , [‑ομε ]
καταδικάσουμε , [‑ομε ]
καταδικαζόμαστε
καταδικαστούμε
2 pl
καταδικάζετε
καταδικάσετε
καταδικάζεστε , καταδικαζόσαστε
καταδικαστείτε
3 pl
καταδικάζουν (ε )
καταδικάσουν (ε )
καταδικάζονται
καταδικαστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
καταδίκαζα
καταδίκασα
καταδικαζόμουν (α )
καταδικάστηκα
2 sg
καταδίκαζες
καταδίκασες
καταδικαζόσουν (α )
καταδικάστηκες
3 sg
καταδίκαζε
καταδίκασε
καταδικαζόταν (ε )
καταδικάστηκε
1 pl
καταδικάζαμε
καταδικάσαμε
καταδικαζόμασταν , (‑όμαστε )
καταδικαστήκαμε
2 pl
καταδικάζατε
καταδικάσατε
καταδικαζόσασταν , (‑όσαστε )
καταδικαστήκατε
3 pl
καταδίκαζαν , καταδικάζαν (ε )
καταδίκασαν , καταδικάσαν (ε )
καταδικάζονταν , (καταδικαζόντουσαν )
καταδικάστηκαν , καταδικαστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα καταδικάζω ➤
θα καταδικάσω ➤
θα καταδικάζομαι ➤
θα καταδικαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα καταδικάζεις , …
θα καταδικάσεις , …
θα καταδικάζεσαι , …
θα καταδικαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … καταδικάσει έχω, έχεις, … καταδικαασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … καταδικαστεί είμαι , είσαι , … καταδικαασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … καταδικάσει είχα, είχες, … καταδικαασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … καταδικαστεί ήμουν , ήσουν , … καταδικαασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … καταδικάσει θα έχω, θα έχεις, … καταδικαασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … καταδικαστεί θα είμαι, θα είσαι, … καταδικαασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
καταδίκαζε
καταδίκασε
—
καταδικάσου
2 pl
καταδικάζετε
καταδικάστε
καταδικάζεστε
καταδικαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
καταδικάζοντας ➤
καταδικαζόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας καταδικάσει ➤
καταδικαασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
καταδικάσει
καταδικαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.