Jump to content

άσπαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άσπαστος (áspastosm (feminine άσπαστη, neuter άσπαστο)

  1. unbroken, uncracked
    Antonym: σπαστός (spastós)
  2. unbreakable

Declension

[edit]
Declension of άσπαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσπαστος (áspastos) άσπαστη (áspasti) άσπαστο (áspasto) άσπαστοι (áspastoi) άσπαστες (áspastes) άσπαστα (áspasta)
genitive άσπαστου (áspastou) άσπαστης (áspastis) άσπαστου (áspastou) άσπαστων (áspaston) άσπαστων (áspaston) άσπαστων (áspaston)
accusative άσπαστο (áspasto) άσπαστη (áspasti) άσπαστο (áspasto) άσπαστους (áspastous) άσπαστες (áspastes) άσπαστα (áspasta)
vocative άσπαστε (áspaste) άσπαστη (áspasti) άσπαστο (áspasto) άσπαστοι (áspastoi) άσπαστες (áspastes) άσπαστα (áspasta)

Further reading

[edit]