άσπαστος
Appearance
See also: ασπαστός
Greek
[edit]Adjective
[edit]άσπαστος • (áspastos) m (feminine άσπαστη, neuter άσπαστο)
- unbroken, uncracked
- Antonym: σπαστός (spastós)
- unbreakable
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άσπαστος (áspastos) | άσπαστη (áspasti) | άσπαστο (áspasto) | άσπαστοι (áspastoi) | άσπαστες (áspastes) | άσπαστα (áspasta) | |
genitive | άσπαστου (áspastou) | άσπαστης (áspastis) | άσπαστου (áspastou) | άσπαστων (áspaston) | άσπαστων (áspaston) | άσπαστων (áspaston) | |
accusative | άσπαστο (áspasto) | άσπαστη (áspasti) | άσπαστο (áspasto) | άσπαστους (áspastous) | άσπαστες (áspastes) | άσπαστα (áspasta) | |
vocative | άσπαστε (áspaste) | άσπαστη (áspasti) | άσπαστο (áspasto) | άσπαστοι (áspastoi) | άσπαστες (áspastes) | άσπαστα (áspasta) |
Further reading
[edit]- άσπαστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language