σπαστός
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]σπαστός • (spastós) m (feminine σπαστή, neuter σπαστό)
- broken, cracked
- Antonym: άσπαστος (áspastos)
- split, folding, hinged, pivoted
- σπαστό ποδήλατο ― spastó podílato ― folding bicycle
- wavyβραχίονα
- σπαστά μαλλιά ― spastá malliá ― wavy hair
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σπαστός (spastós) | σπαστή (spastí) | σπαστό (spastó) | σπαστοί (spastoí) | σπαστές (spastés) | σπαστά (spastá) | |
genitive | σπαστού (spastoú) | σπαστής (spastís) | σπαστού (spastoú) | σπαστών (spastón) | σπαστών (spastón) | σπαστών (spastón) | |
accusative | σπαστό (spastó) | σπαστή (spastí) | σπαστό (spastó) | σπαστούς (spastoús) | σπαστές (spastés) | σπαστά (spastá) | |
vocative | σπαστέ (spasté) | σπαστή (spastí) | σπαστό (spastó) | σπαστοί (spastoí) | σπαστές (spastés) | σπαστά (spastá) |
Further reading
[edit]- σπαστός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language