Jump to content

σπαστός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

σπαστός (spastósm (feminine σπαστή, neuter σπαστό)

  1. broken, cracked
    Antonym: άσπαστος (áspastos)
  2. split, folding, hinged, pivoted
    σπαστό ποδήλατοspastó podílatofolding bicycle
  3. wavyβραχίονα
    σπαστά μαλλιάspastá malliáwavy hair

Declension

[edit]
Declension of σπαστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπαστός (spastós) σπαστή (spastí) σπαστό (spastó) σπαστοί (spastoí) σπαστές (spastés) σπαστά (spastá)
genitive σπαστού (spastoú) σπαστής (spastís) σπαστού (spastoú) σπαστών (spastón) σπαστών (spastón) σπαστών (spastón)
accusative σπαστό (spastó) σπαστή (spastí) σπαστό (spastó) σπαστούς (spastoús) σπαστές (spastés) σπαστά (spastá)
vocative σπαστέ (spasté) σπαστή (spastí) σπαστό (spastó) σπαστοί (spastoí) σπαστές (spastés) σπαστά (spastá)

Further reading

[edit]