Jump to content

ανύστακτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ανύστακτος (anýstaktosm (feminine ανύστακτη, neuter ανύστακτο)

  1. not sleepy
    Antonyms: νυσταγμένος (nystagménos), νυσταλέος (nystaléos)

Declension

[edit]
Declension of ανύστακτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανύστακτος (anýstaktos) ανύστακτη (anýstakti) ανύστακτο (anýstakto) ανύστακτοι (anýstaktoi) ανύστακτες (anýstaktes) ανύστακτα (anýstakta)
genitive ανύστακτου (anýstaktou) ανύστακτης (anýstaktis) ανύστακτου (anýstaktou) ανύστακτων (anýstakton) ανύστακτων (anýstakton) ανύστακτων (anýstakton)
accusative ανύστακτο (anýstakto) ανύστακτη (anýstakti) ανύστακτο (anýstakto) ανύστακτους (anýstaktous) ανύστακτες (anýstaktes) ανύστακτα (anýstakta)
vocative ανύστακτε (anýstakte) ανύστακτη (anýstakti) ανύστακτο (anýstakto) ανύστακτοι (anýstaktoi) ανύστακτες (anýstaktes) ανύστακτα (anýstakta)