ανύστακτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ανύσταχτος (anýstachtos)
- ανύσταγος (anýstagos)
Adjective
[edit]ανύστακτος • (anýstaktos) m (feminine ανύστακτη, neuter ανύστακτο)
- not sleepy
- Antonyms: νυσταγμένος (nystagménos), νυσταλέος (nystaléos)
Declension
[edit]Declension of ανύστακτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανύστακτος • | ανύστακτη • | ανύστακτο • | ανύστακτοι • | ανύστακτες • | ανύστακτα • |
genitive | ανύστακτου • | ανύστακτης • | ανύστακτου • | ανύστακτων • | ανύστακτων • | ανύστακτων • |
accusative | ανύστακτο • | ανύστακτη • | ανύστακτο • | ανύστακτους • | ανύστακτες • | ανύστακτα • |
vocative | ανύστακτε • | ανύστακτη • | ανύστακτο • | ανύστακτοι • | ανύστακτες • | ανύστακτα • |