Jump to content

επιμελής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἐπιμελής (epimelḗs).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.pi.meˈlis/
  • Hyphenation: ε‧πι‧με‧λής

Adjective

[edit]

επιμελής (epimelísm (feminine επιμελής, neuter επιμελές)

  1. assiduous, diligent, sedulous
    Antonym: αμελής (amelís)
    Near-synonyms: φιλόπονος (filóponos), εργατικός (ergatikós)

Declension

[edit]
Declension of επιμελής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιμελής (epimelís) επιμελής (epimelís) επιμελές (epimelés) επιμελείς (epimeleís) επιμελείς (epimeleís) επιμελή (epimelí)
genitive επιμελούς (epimeloús)
επιμελή (epimelí)
επιμελούς (epimeloús) επιμελούς (epimeloús) επιμελών (epimelón) επιμελών (epimelón) επιμελών (epimelón)
accusative επιμελή (epimelí) επιμελή (epimelí) επιμελές (epimelés) επιμελείς (epimeleís) επιμελείς (epimeleís) επιμελή (epimelí)
vocative επιμελή (epimelí)
επιμελής (epimelís)
επιμελής (epimelís) επιμελές (epimelés) επιμελείς (epimeleís) επιμελείς (epimeleís) επιμελή (epimelí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιμελής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιμελής, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ επιμελής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language