επιμελής
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἐπιμελής (epimelḗs).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]επιμελής • (epimelís) m (feminine επιμελής, neuter επιμελές)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επιμελής (epimelís) | επιμελής (epimelís) | επιμελές (epimelés) | επιμελείς (epimeleís) | επιμελείς (epimeleís) | επιμελή (epimelí) | |
genitive | επιμελούς (epimeloús) επιμελή (epimelí) |
επιμελούς (epimeloús) | επιμελούς (epimeloús) | επιμελών (epimelón) | επιμελών (epimelón) | επιμελών (epimelón) | |
accusative | επιμελή (epimelí) | επιμελή (epimelí) | επιμελές (epimelés) | επιμελείς (epimeleís) | επιμελείς (epimeleís) | επιμελή (epimelí) | |
vocative | επιμελή (epimelí) επιμελής (epimelís) |
επιμελής (epimelís) | επιμελές (epimelés) | επιμελείς (epimeleís) | επιμελείς (epimeleís) | επιμελή (epimelí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιμελής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιμελής, etc.)
Derived terms
[edit]- επιμελώς (epimelós)
Related terms
[edit]- επιμέλεια f (epiméleia)
- επιμελητεία f (epimeliteía)
- επιμελητήριο n (epimelitírio)
- επιμελητής m (epimelitís), επιμελήτρια f (epimelítria)
- επιμελούμαι (epimeloúmai)
References
[edit]- ^ επιμελής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language