επιμέλεια
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἐπιμέλεια (epiméleia).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]επιμέλεια • (epiméleia) f (plural επιμέλειες)
- diligence, care
- care, custody
- Tο δικαστήριο αναθέτει την επιμέλεια των ορφανών σε στενό συγγενή τους.
- To dikastírio anathétei tin epiméleia ton orfanón se stenó syngení tous.
- The court assigns custody of the orphans to close relatives.
- editing (in the context of care for the content or form of that which is edited)
- Ποιος έκανε την επιμέλεια του βιβλίου;
- Poios ékane tin epiméleia tou vivlíou?
- Who did the book's editing?
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιμέλεια (epiméleia) | επιμέλειες (epiméleies) |
genitive | επιμέλειας (epiméleias) | επιμελειών (epimeleión) |
accusative | επιμέλεια (epiméleia) | επιμέλειες (epiméleies) |
vocative | επιμέλεια (epiméleia) | επιμέλειες (epiméleies) |
Related terms
[edit]- see: επιμελής (epimelís, “diligent”, adjective)