Jump to content

επιμέλεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἐπιμέλεια (epiméleia).

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

επιμέλεια (epiméleiaf (plural επιμέλειες)

  1. diligence, care
  2. care, custody
    Tο δικαστήριο αναθέτει την επιμέλεια των ορφανών σε στενό συγγενή τους.
    To dikastírio anathétei tin epiméleia ton orfanón se stenó syngení tous.
    The court assigns custody of the orphans to close relatives.
  3. editing (in the context of care for the content or form of that which is edited)
    Ποιος έκανε την επιμέλεια του βιβλίου;
    Poios ékane tin epiméleia tou vivlíou?
    Who did the book's editing?

Declension

[edit]
singular plural
nominative επιμέλεια (epiméleia) επιμέλειες (epiméleies)
genitive επιμέλειας (epiméleias) επιμελειών (epimeleión)
accusative επιμέλεια (epiméleia) επιμέλειες (epiméleies)
vocative επιμέλεια (epiméleia) επιμέλειες (epiméleies)
[edit]