επιμελητήριο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from επιμελη(τής) (epimeli(tís)) +‎ -τήριο (-tírio).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.pi.me.liˈti.ɾi.o/
  • Hyphenation: ε‧πι‧με‧λη‧τή‧ρι‧ο

Noun

[edit]

επιμελητήριο (epimelitírion (plural επιμελητήρια)

  1. (professional/industrial/sectoral) representative association/body

Declension

[edit]
singular plural
nominative επιμελητήριο (epimelitírio) επιμελητήρια (epimelitíria)
genitive επιμελητηρίου (epimelitiríou)
επιμελητήριου (epimelitíriou)
επιμελητηρίων (epimelitiríon)
accusative επιμελητήριο (epimelitírio) επιμελητήρια (epimelitíria)
vocative επιμελητήριο (epimelitírio) επιμελητήρια (epimelitíria)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ επιμελητήριο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language