επιμελητής
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐπιμελητής
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]επιμελητής • (epimelitís) m (plural επιμελητές, feminine επιμελήτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιμελητής (epimelitís) | επιμελητές (epimelités) |
genitive | επιμελητή (epimelití) | επιμελητών (epimelitón) |
accusative | επιμελητή (epimelití) | επιμελητές (epimelités) |
vocative | επιμελητή (epimelití) | επιμελητές (epimelités) |
Related terms
[edit]- επιμελητήριο n (epimelitírio)
- and see: επιμελούμαι (epimeloúmai, “I take care of”)