εμπορικό επιμελητήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]εμπορικό επιμελητήριο • (emporikó epimelitírio) n (plural εμπορικά επιμελητήρια)
Declension
[edit]- see: εμπορικός (emporikós) and επιμελητήριο (epimelitírio)
Further reading
[edit]- εμπορικό επιμελητήριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el