Jump to content

εμπορικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εμπορικός (emporikósm (feminine εμπορική, neuter εμπορικό)

  1. commercial, trade
    Antonym: αντιεμπορικός (antiemporikós)
  2. (derogatory) of low quality

Declension

[edit]
Declension of εμπορικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμπορικός (emporikós) εμπορική (emporikí) εμπορικό (emporikó) εμπορικοί (emporikoí) εμπορικές (emporikés) εμπορικά (emporiká)
genitive εμπορικού (emporikoú) εμπορικής (emporikís) εμπορικού (emporikoú) εμπορικών (emporikón) εμπορικών (emporikón) εμπορικών (emporikón)
accusative εμπορικό (emporikó) εμπορική (emporikí) εμπορικό (emporikó) εμπορικούς (emporikoús) εμπορικές (emporikés) εμπορικά (emporiká)
vocative εμπορικέ (emporiké) εμπορική (emporikí) εμπορικό (emporikó) εμπορικοί (emporikoí) εμπορικές (emporikés) εμπορικά (emporiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εμπορικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εμπορικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμπορικότερος (emporikóteros) εμπορικότερη (emporikóteri) εμπορικότερο (emporikótero) εμπορικότεροι (emporikóteroi) εμπορικότερες (emporikóteres) εμπορικότερα (emporikótera)
genitive εμπορικότερου (emporikóterou) εμπορικότερης (emporikóteris) εμπορικότερου (emporikóterou) εμπορικότερων (emporikóteron) εμπορικότερων (emporikóteron) εμπορικότερων (emporikóteron)
accusative εμπορικότερο (emporikótero) εμπορικότερη (emporikóteri) εμπορικότερο (emporikótero) εμπορικότερους (emporikóterous) εμπορικότερες (emporikóteres) εμπορικότερα (emporikótera)
vocative εμπορικότερε (emporikótere) εμπορικότερη (emporikóteri) εμπορικότερο (emporikótero) εμπορικότεροι (emporikóteroi) εμπορικότερες (emporikóteres) εμπορικότερα (emporikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εμπορικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμπορικότατος (emporikótatos) εμπορικότατη (emporikótati) εμπορικότατο (emporikótato) εμπορικότατοι (emporikótatoi) εμπορικότατες (emporikótates) εμπορικότατα (emporikótata)
genitive εμπορικότατου (emporikótatou) εμπορικότατης (emporikótatis) εμπορικότατου (emporikótatou) εμπορικότατων (emporikótaton) εμπορικότατων (emporikótaton) εμπορικότατων (emporikótaton)
accusative εμπορικότατο (emporikótato) εμπορικότατη (emporikótati) εμπορικότατο (emporikótato) εμπορικότατους (emporikótatous) εμπορικότατες (emporikótates) εμπορικότατα (emporikótata)
vocative εμπορικότατε (emporikótate) εμπορικότατη (emporikótati) εμπορικότατο (emporikótato) εμπορικότατοι (emporikótatoi) εμπορικότατες (emporikótates) εμπορικότατα (emporikótata)
[edit]