αντιεμπορικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιεμπορικός • (antiemporikós) m (feminine αντιεμπορική, neuter αντιεμπορικό)
- non-commercial, uncommercial, of no commercial value
- Antonym: εμπορικός (emporikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιεμπορικός (antiemporikós) | αντιεμπορική (antiemporikí) | αντιεμπορικό (antiemporikó) | αντιεμπορικοί (antiemporikoí) | αντιεμπορικές (antiemporikés) | αντιεμπορικά (antiemporiká) | |
genitive | αντιεμπορικού (antiemporikoú) | αντιεμπορικής (antiemporikís) | αντιεμπορικού (antiemporikoú) | αντιεμπορικών (antiemporikón) | αντιεμπορικών (antiemporikón) | αντιεμπορικών (antiemporikón) | |
accusative | αντιεμπορικό (antiemporikó) | αντιεμπορική (antiemporikí) | αντιεμπορικό (antiemporikó) | αντιεμπορικούς (antiemporikoús) | αντιεμπορικές (antiemporikés) | αντιεμπορικά (antiemporiká) | |
vocative | αντιεμπορικέ (antiemporiké) | αντιεμπορική (antiemporikí) | αντιεμπορικό (antiemporikó) | αντιεμπορικοί (antiemporikoí) | αντιεμπορικές (antiemporikés) | αντιεμπορικά (antiemporiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιεμπορικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιεμπορικός, etc.)
Related terms
[edit]- see: εμπόριο n (empório, “trade”)