Jump to content

αντιεμπορικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιεμπορικός (antiemporikósm (feminine αντιεμπορική, neuter αντιεμπορικό)

  1. non-commercial, uncommercial, of no commercial value
    Antonym: εμπορικός (emporikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιεμπορικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιεμπορικός (antiemporikós) αντιεμπορική (antiemporikí) αντιεμπορικό (antiemporikó) αντιεμπορικοί (antiemporikoí) αντιεμπορικές (antiemporikés) αντιεμπορικά (antiemporiká)
genitive αντιεμπορικού (antiemporikoú) αντιεμπορικής (antiemporikís) αντιεμπορικού (antiemporikoú) αντιεμπορικών (antiemporikón) αντιεμπορικών (antiemporikón) αντιεμπορικών (antiemporikón)
accusative αντιεμπορικό (antiemporikó) αντιεμπορική (antiemporikí) αντιεμπορικό (antiemporikó) αντιεμπορικούς (antiemporikoús) αντιεμπορικές (antiemporikés) αντιεμπορικά (antiemporiká)
vocative αντιεμπορικέ (antiemporiké) αντιεμπορική (antiemporikí) αντιεμπορικό (antiemporikó) αντιεμπορικοί (antiemporikoí) αντιεμπορικές (antiemporikés) αντιεμπορικά (antiemporiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιεμπορικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιεμπορικός, etc.)

[edit]