εργατικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Ancient Greek ἐργᾰτῐκός (ergatikós, like a workman, hard-working)

Adjective

[edit]

εργατικός (ergatikósm (feminine εργατική, neuter εργατικό)

  1. hard-working
  2. relating to work/employment
  3. relating to unions or the labour movement

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εργατικός (ergatikós) εργατική (ergatikí) εργατικό (ergatikó) εργατικοί (ergatikoí) εργατικές (ergatikés) εργατικά (ergatiká)
genitive εργατικού (ergatikoú) εργατικής (ergatikís) εργατικού (ergatikoú) εργατικών (ergatikón) εργατικών (ergatikón) εργατικών (ergatikón)
accusative εργατικό (ergatikó) εργατική (ergatikí) εργατικό (ergatikó) εργατικούς (ergatikoús) εργατικές (ergatikés) εργατικά (ergatiká)
vocative εργατικέ (ergatiké) εργατική (ergatikí) εργατικό (ergatikó) εργατικοί (ergatikoí) εργατικές (ergatikés) εργατικά (ergatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εργατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εργατικός, etc.)

[edit]
  • and see: έργο n (érgo, work)