Jump to content

αντεργατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντ- (ant-) +‎ εργατικός (ergatikós)

Adjective

[edit]

αντεργατικός (antergatikósm (feminine αντεργατική, neuter αντεργατικό)

  1. anti-labour (UK), antilabor (US)
  2. anti-union

Declension

[edit]
Declension of αντεργατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντεργατικός (antergatikós) αντεργατική (antergatikí) αντεργατικό (antergatikó) αντεργατικοί (antergatikoí) αντεργατικές (antergatikés) αντεργατικά (antergatiká)
genitive αντεργατικού (antergatikoú) αντεργατικής (antergatikís) αντεργατικού (antergatikoú) αντεργατικών (antergatikón) αντεργατικών (antergatikón) αντεργατικών (antergatikón)
accusative αντεργατικό (antergatikó) αντεργατική (antergatikí) αντεργατικό (antergatikó) αντεργατικούς (antergatikoús) αντεργατικές (antergatikés) αντεργατικά (antergatiká)
vocative αντεργατικέ (antergatiké) αντεργατική (antergatikí) αντεργατικό (antergatikó) αντεργατικοί (antergatikoí) αντεργατικές (antergatikés) αντεργατικά (antergatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντεργατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντεργατικός, etc.)

[edit]
  • and see: έργο n (érgo, work)