αντεργατικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αντ- (ant-) + εργατικός (ergatikós)
Adjective
[edit]αντεργατικός • (antergatikós) m (feminine αντεργατική, neuter αντεργατικό)
- anti-labour (UK), antilabor (US)
- anti-union
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντεργατικός (antergatikós) | αντεργατική (antergatikí) | αντεργατικό (antergatikó) | αντεργατικοί (antergatikoí) | αντεργατικές (antergatikés) | αντεργατικά (antergatiká) | |
genitive | αντεργατικού (antergatikoú) | αντεργατικής (antergatikís) | αντεργατικού (antergatikoú) | αντεργατικών (antergatikón) | αντεργατικών (antergatikón) | αντεργατικών (antergatikón) | |
accusative | αντεργατικό (antergatikó) | αντεργατική (antergatikí) | αντεργατικό (antergatikó) | αντεργατικούς (antergatikoús) | αντεργατικές (antergatikés) | αντεργατικά (antergatiká) | |
vocative | αντεργατικέ (antergatiké) | αντεργατική (antergatikí) | αντεργατικό (antergatikó) | αντεργατικοί (antergatikoí) | αντεργατικές (antergatikés) | αντεργατικά (antergatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντεργατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντεργατικός, etc.)
Related terms
[edit]- εργατικός (ergatikós, “hard working, labour/union related”)
- and see: έργο n (érgo, “work”)