Jump to content

λίγος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Byzantine Greek λίγος (lígos), form of ὀλίγος (olígos) from the ancient Ancient Greek ὀλίγος (olígos), with omission of ⟨ο⟩, perceived as an article ().[1] Also see ολίγος (olígos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈli.ɣos/
  • Hyphenation: λί‧γος

Adjective

[edit]

λίγος (lígosm (feminine λίγη, neuter λίγο)

  1. a little, a few, a bit of
    Θα ήθελα λίγη ζάχαρη, παρακαλώ.
    Tha íthela lígi záchari, parakaló.
    I would like a little sugar, please.
    λίγες ημέρεςlíges iméresa few days
    λίγο ούζοlígo oúzoa bit of ouzo

Declension

[edit]
Declension of λίγος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λίγος (lígos) λίγη (lígi) λίγο (lígo) λίγοι (lígoi) λίγες (líges) λίγα (líga)
genitive λίγου (lígou) λίγης (lígis) λίγου (lígou) λίγων (lígon) λίγων (lígon) λίγων (lígon)
accusative λίγο (lígo) λίγη (lígi) λίγο (lígo) λίγους (lígous) λίγες (líges) λίγα (líga)
vocative λίγε (líge) λίγη (lígi) λίγο (lígo) λίγοι (lígoi) λίγες (líges) λίγα (líga)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λίγος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λίγος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λιγότερος (ligóteros) λιγότερη (ligóteri) λιγότερο (ligótero) λιγότεροι (ligóteroi) λιγότερες (ligóteres) λιγότερα (ligótera)
genitive λιγότερου (ligóterou) λιγότερης (ligóteris) λιγότερου (ligóterou) λιγότερων (ligóteron) λιγότερων (ligóteron) λιγότερων (ligóteron)
accusative λιγότερο (ligótero) λιγότερη (ligóteri) λιγότερο (ligótero) λιγότερους (ligóterous) λιγότερες (ligóteres) λιγότερα (ligótera)
vocative λιγότερε (ligótere) λιγότερη (ligóteri) λιγότερο (ligótero) λιγότεροι (ligóteroi) λιγότερες (ligóteres) λιγότερα (ligótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο λιγότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελάχιστος (eláchistos) ελάχιστη (eláchisti) ελάχιστο (eláchisto) ελάχιστοι (eláchistoi) ελάχιστες (eláchistes) ελάχιστα (eláchista)
genitive ελάχιστου (eláchistou) ελάχιστης (eláchistis) ελάχιστου (eláchistou) ελάχιστων (eláchiston) ελάχιστων (eláchiston) ελάχιστων (eláchiston)
accusative ελάχιστο (eláchisto) ελάχιστη (eláchisti) ελάχιστο (eláchisto) ελάχιστους (eláchistous) ελάχιστες (eláchistes) ελάχιστα (eláchista)
vocative ελάχιστε (eláchiste) ελάχιστη (eláchisti) ελάχιστο (eláchisto) ελάχιστοι (eláchistoi) ελάχιστες (eláchistes) ελάχιστα (eláchista)

Notes: 1. ελάχιστος is also the absolute superlative form of μικρός.
2. ελαχίστων is a more common genitive plural form.

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ λίγος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language