ελάχιστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ελάχιστος • (eláchistos) m (feminine ελάχιστη, neuter ελάχιστο)
- absolute superlative degree of λίγος (lígos)
- least, little, minimum, smallest (minimum)
- Ο ελάχιστος αριθμός υπογραφόντων ποικίλλει ανά χώρα, από 74.250 στη Γερμανία έως 3.750 στη Μάλτα.
- O eláchistos arithmós ypografónton poikíllei aná chóra, apó 74.250 sti Germanía éos 3.750 sti Málta.
- The minimum number of signatories per country varies from 74,250 in Germany to 3,750 in Malta.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ελάχιστος (eláchistos) | ελάχιστη (eláchisti) | ελάχιστο (eláchisto) | ελάχιστοι (eláchistoi) | ελάχιστες (eláchistes) | ελάχιστα (eláchista) | |
genitive | ελάχιστου (eláchistou) | ελάχιστης (eláchistis) | ελάχιστου (eláchistou) | ελάχιστων (eláchiston) | ελάχιστων (eláchiston) | ελάχιστων (eláchiston) | |
accusative | ελάχιστο (eláchisto) | ελάχιστη (eláchisti) | ελάχιστο (eláchisto) | ελάχιστους (eláchistous) | ελάχιστες (eláchistes) | ελάχιστα (eláchista) | |
vocative | ελάχιστε (eláchiste) | ελάχιστη (eláchisti) | ελάχιστο (eláchisto) | ελάχιστοι (eláchistoi) | ελάχιστες (eláchistes) | ελάχιστα (eláchista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελάχιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελάχιστος, etc.)
- see: λίγος (lígos)
Further reading
[edit]- ελάχιστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language