Jump to content

ελάχιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ελάχιστος (eláchistosm (feminine ελάχιστη, neuter ελάχιστο)

  1. absolute superlative degree of λίγος (lígos)
  2. least, little, minimum, smallest (minimum)
    Ο ελάχιστος αριθμός υπογραφόντων ποικίλλει ανά χώρα, από 74.250 στη Γερμανία έως 3.750 στη Μάλτα.
    O eláchistos arithmós ypografónton poikíllei aná chóra, apó 74.250 sti Germanía éos 3.750 sti Málta.
    The minimum number of signatories per country varies from 74,250 in Germany to 3,750 in Malta.

Declension

[edit]
Declension of ελάχιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελάχιστος (eláchistos) ελάχιστη (eláchisti) ελάχιστο (eláchisto) ελάχιστοι (eláchistoi) ελάχιστες (eláchistes) ελάχιστα (eláchista)
genitive ελάχιστου (eláchistou) ελάχιστης (eláchistis) ελάχιστου (eláchistou) ελάχιστων (eláchiston) ελάχιστων (eláchiston) ελάχιστων (eláchiston)
accusative ελάχιστο (eláchisto) ελάχιστη (eláchisti) ελάχιστο (eláchisto) ελάχιστους (eláchistous) ελάχιστες (eláchistes) ελάχιστα (eláchista)
vocative ελάχιστε (eláchiste) ελάχιστη (eláchisti) ελάχιστο (eláchisto) ελάχιστοι (eláchistoi) ελάχιστες (eláchistes) ελάχιστα (eláchista)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελάχιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελάχιστος, etc.)

see: λίγος (lígos)

Further reading

[edit]