Jump to content

ολίγος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ὀλίγος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὀλίγος (olígos). Also see λίγος (lígos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /oˈliɣos/
  • Hyphenation: ο‧λί‧γος

Adjective

[edit]

ολίγος (olígosm (feminine ολίγη, neuter ολίγο)

  1. (more formal) alternative form of λίγος (lígos)
    Θα ήθελα έναν καφέ με ολίγη. Με λίγη ζάχαρη, όχι πολλή.
    Tha íthela énan kafé me olígi. Me lígi záchari, óchi pollí.
    I would like a coffee with a little. With a little sugar, not too much.
       (expression: καφές με ολίγη)
  2. see masculine plural: οι ολίγοι

Declension

[edit]
Declension of ολίγος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολίγος (olígos) ολίγη (olígi) ολίγο (olígo) ολίγοι (olígoi) ολίγες (olíges) ολίγα (olíga)
genitive ολίγου (olígou) ολίγης (olígis) ολίγου (olígou) ολίγων (olígon) ολίγων (olígon) ολίγων (olígon)
accusative ολίγο (olígo) ολίγη (olígi) ολίγο (olígo) ολίγους (olígous) ολίγες (olíges) ολίγα (olíga)
vocative ολίγε (olíge) ολίγη (olígi) ολίγο (olígo) ολίγοι (olígoi) ολίγες (olíges) ολίγα (olíga)
Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολιγότερος (oligóteros) ολιγότερη (oligóteri) ολιγότερο (oligótero) ολιγότεροι (oligóteroi) ολιγότερες (oligóteres) ολιγότερα (oligótera)
genitive ολιγότερου (oligóterou) ολιγότερης (oligóteris) ολιγότερου (oligóterou) ολιγότερων (oligóteron) ολιγότερων (oligóteron) ολιγότερων (oligóteron)
accusative ολιγότερο (oligótero) ολιγότερη (oligóteri) ολιγότερο (oligótero) ολιγότερους (oligóterous) ολιγότερες (oligóteres) ολιγότερα (oligótera)
vocative ολιγότερε (oligótere) ολιγότερη (oligóteri) ολιγότερο (oligótero) ολιγότεροι (oligóteroi) ολιγότερες (oligóteres) ολιγότερα (oligótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ολιγότερος", etc)

[edit]