Jump to content

λαίμαργος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek λαίμαργος (laímargos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈle.maɾ.ɣos/
  • Hyphenation: λαί‧μαρ‧γος

Adjective

[edit]

λαίμαργος (laímargosm (feminine λαίμαργη, neuter λαίμαργο)

  1. gluttonous, greedy (given to excessive eating; prone to overeating)
  2. (figuratively) gluttonous, greedy, voracious (having a great appetite for anything; eager)

Declension

[edit]
Declension of λαίμαργος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λαίμαργος (laímargos) λαίμαργη (laímargi) λαίμαργο (laímargo) λαίμαργοι (laímargoi) λαίμαργες (laímarges) λαίμαργα (laímarga)
genitive λαίμαργου (laímargou) λαίμαργης (laímargis) λαίμαργου (laímargou) λαίμαργων (laímargon) λαίμαργων (laímargon) λαίμαργων (laímargon)
accusative λαίμαργο (laímargo) λαίμαργη (laímargi) λαίμαργο (laímargo) λαίμαργους (laímargous) λαίμαργες (laímarges) λαίμαργα (laímarga)
vocative λαίμαργε (laímarge) λαίμαργη (laímargi) λαίμαργο (laímargo) λαίμαργοι (laímargoi) λαίμαργες (laímarges) λαίμαργα (laímarga)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λαίμαργος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λαίμαργος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λαιμαργότερος (laimargóteros) λαιμαργότερη (laimargóteri) λαιμαργότερο (laimargótero) λαιμαργότεροι (laimargóteroi) λαιμαργότερες (laimargóteres) λαιμαργότερα (laimargótera)
genitive λαιμαργότερου (laimargóterou) λαιμαργότερης (laimargóteris) λαιμαργότερου (laimargóterou) λαιμαργότερων (laimargóteron) λαιμαργότερων (laimargóteron) λαιμαργότερων (laimargóteron)
accusative λαιμαργότερο (laimargótero) λαιμαργότερη (laimargóteri) λαιμαργότερο (laimargótero) λαιμαργότερους (laimargóterous) λαιμαργότερες (laimargóteres) λαιμαργότερα (laimargótera)
vocative λαιμαργότερε (laimargótere) λαιμαργότερη (laimargóteri) λαιμαργότερο (laimargótero) λαιμαργότεροι (laimargóteroi) λαιμαργότερες (laimargóteres) λαιμαργότερα (laimargótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο λαιμαργότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λαιμαργότατος (laimargótatos) λαιμαργότατη (laimargótati) λαιμαργότατο (laimargótato) λαιμαργότατοι (laimargótatoi) λαιμαργότατες (laimargótates) λαιμαργότατα (laimargótata)
genitive λαιμαργότατου (laimargótatou) λαιμαργότατης (laimargótatis) λαιμαργότατου (laimargótatou) λαιμαργότατων (laimargótaton) λαιμαργότατων (laimargótaton) λαιμαργότατων (laimargótaton)
accusative λαιμαργότατο (laimargótato) λαιμαργότατη (laimargótati) λαιμαργότατο (laimargótato) λαιμαργότατους (laimargótatous) λαιμαργότατες (laimargótates) λαιμαργότατα (laimargótata)
vocative λαιμαργότατε (laimargótate) λαιμαργότατη (laimargótati) λαιμαργότατο (laimargótato) λαιμαργότατοι (laimargótatoi) λαιμαργότατες (laimargótates) λαιμαργότατα (laimargótata)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ λαίμαργος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language