βρώμικος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- βρόμικος (vrómikos)
Etymology
[edit]See βρόμικος (vrómikos).
Adjective
[edit]βρώμικος • (vrómikos) m (feminine βρώμικια or βρώμικη, neuter βρώμικο)
Declension
[edit]Declension of βρώμικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βρώμικος • | βρώμικη • / βρώμικια • | βρώμικο • | βρώμικοι • | βρώμικες • | βρώμικα • |
genitive | βρώμικου • | βρώμικης • / βρώμικιας • | βρώμικου • | βρώμικων • | βρώμικων • | βρώμικων • |
accusative | βρώμικο • | βρώμικη • / βρώμικια • | βρώμικο • | βρώμικους • | βρώμικες • | βρώμικα • |
vocative | βρώμικε • | βρώμικη • / βρώμικια • | βρώμικο • | βρώμικοι • | βρώμικες • | βρώμικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βρώμικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βρώμικος, etc.) |