βρόμικος
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- βρώμικος (vrómikos)
Etymology
[edit]From βρόμα (vróma, “stench; dirty act”) + -ικος (-ikos), the former from an unattested Byzantine Greek *βρόμα (*bróma), nominal formation from Ancient Greek βρομέω (broméō) / βρομῶ (bromô, “to make loud noise”), from βρόμος (brómos, “loud noise”), from βρέμω (brémō, “to crash, to bang”). See also Ancient Greek βρῶμος (brômos, “stink, stench”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]βρόμικος • (vrómikos) m (feminine βρόμικη or βρόμικια, neuter βρόμικο)
- dirty, filthy, unclean (covered with or containing dirt)
- Επειδή ήταν πολύ βρόμικος, κανείς δεν τον πλησίαζε.
- Epeidí ítan polý vrómikos, kaneís den ton plisíaze.
- Because he was very dirty, no one approached him.
- Η βρόμικη τουαλέτα θέλει βούρτσισμα.
- I vrómiki toualéta thélei voúrtsisma.
- The dirty toilets need to be brushed.
- Έβαλα το βρόμικο πουκάμισο να πλυθεί.
- Évala to vrómiko poukámiso na plytheí.
- I put the dirty shirt in to be washed.
- (figurative) dirty, filthy (corrupt, illegal or improper; obscene or indecent)
- Προσπαθούν να ξεπλύνουν το βρόμικο χρήμα.
- Prospathoún na xeplýnoun to vrómiko chríma.
- They're trying to launder the dirty money.
- Σταματά να διαβάζεις βρόμικες ιστορίες!
- Stamatá na diavázeis vrómikes istoríes!
- Stop reading dirty stories!
- smelly, stinky, malodorous (giving off unpleasant odour)
- Ήταν τόσο βρόμικα εκεί μέσα που βγήκα έξω.
- Ítan tóso vrómika ekeí mésa pou vgíka éxo.
- It was so smelly in there I went out.
Usage notes
[edit]The forms with omega (βρω-) are also widely found. This is considered an incorrect form. It resulted from the religious phrase σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία (skōlḗkōn brôma kaì dusōdía, “food of the worms and bad smell”) which is used in the burial service. The etymologically unrelated word βρῶμα (brôma) (derived from βιβρώσκω (bibrṓskō, “to eat”)) was misinterpreted as 'bad smell' instead of 'food' and the spelling with omega stuck.
Declension
[edit]number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βρόμικος • | βρόμικη • / βρόμικια • | βρόμικο • | βρόμικοι • | βρόμικες • | βρόμικα • |
genitive | βρόμικου • | βρόμικης • / βρόμικιας • | βρόμικου • | βρόμικων • | βρόμικων • | βρόμικων • |
accusative | βρόμικο • | βρόμικη • / βρόμικια • | βρόμικο • | βρόμικους • | βρόμικες • | βρόμικα • |
vocative | βρόμικε • | βρόμικη • / βρόμικια • | βρόμικο • | βρόμικοι • | βρόμικες • | βρόμικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βρόμικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βρόμικος, etc.) |
Synonyms
[edit]- (unclean): ακάθαρτος (akáthartos), βρομερός (vromerós), κηλιδωμένος (kilidoménos), λεκιασμένος (lekiasménos), λερός (lerós), λερωμένος (leroménos), μουντζουρωμένος (mountzouroménos), ρυπαρός (ryparós)
- (obscene, morally unclean): ανήθικος (aníthikos), αισχρός (aischrós), ανέντιμος (anéntimos), επιλήψιμος (epilípsimos)
Antonyms
[edit]- (antonym(s) of “unclean”): καθαρός (katharós, “clean”), αβρόμιστος (avrómistos, “clean”), αλέρωτος (alérotos, “clean, unstained”)
- (antonym(s) of “obscene, morally unclean”): καθαρός (katharós, “clean”), τίμιος (tímios, “honourable”)
Derived terms
[edit]- βρόμικα (vrómika, “dirtily, filthily”) (adverb)