Jump to content

ανέντιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from αν- (an-, α- privative) +‎ έντιμος (éntimos).[1]

Adjective

[edit]

ανέντιμος (anéntimosm (feminine ανέντιμη, neuter ανέντιμο)

  1. dishonest, untrustworthy
    Synonym: (figuratively) σκοτεινός (skoteinós)

Declension

[edit]
Declension of ανέντιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανέντιμος (anéntimos) ανέντιμη (anéntimi) ανέντιμο (anéntimo) ανέντιμοι (anéntimoi) ανέντιμες (anéntimes) ανέντιμα (anéntima)
genitive ανέντιμου (anéntimou) ανέντιμης (anéntimis) ανέντιμου (anéntimou) ανέντιμων (anéntimon) ανέντιμων (anéntimon) ανέντιμων (anéntimon)
accusative ανέντιμο (anéntimo) ανέντιμη (anéntimi) ανέντιμο (anéntimo) ανέντιμους (anéntimous) ανέντιμες (anéntimes) ανέντιμα (anéntima)
vocative ανέντιμε (anéntime) ανέντιμη (anéntimi) ανέντιμο (anéntimo) ανέντιμοι (anéntimoi) ανέντιμες (anéntimes) ανέντιμα (anéntima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανέντιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανέντιμος, etc.)

References

[edit]
  1. ^ ανέντιμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language