Jump to content

έντιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἔντιμος (éntimos, honoured) with semantic loan from French honnête and honorable.[1]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

έντιμος (éntimosm (feminine έντιμη, neuter έντιμο)

  1. honourable (UK), honorable (US) (worthy of respect; conforming to what honour dictates)
  2. honest, upright (scrupulous with regard to truth and ethics)
  3. (formal, in the superlative Εντιμότατος, as an honorific address or title) Honourable (UK), Honorable (US)

Declension

[edit]
Declension of έντιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έντιμος (éntimos) έντιμη (éntimi) έντιμο (éntimo) έντιμοι (éntimoi) έντιμες (éntimes) έντιμα (éntima)
genitive έντιμου (éntimou) έντιμης (éntimis) έντιμου (éntimou) έντιμων (éntimon) έντιμων (éntimon) έντιμων (éntimon)
accusative έντιμο (éntimo) έντιμη (éntimi) έντιμο (éntimo) έντιμους (éntimous) έντιμες (éntimes) έντιμα (éntima)
vocative έντιμε (éntime) έντιμη (éntimi) έντιμο (éntimo) έντιμοι (éntimoi) έντιμες (éntimes) έντιμα (éntima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έντιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έντιμος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εντιμότερος (entimóteros) εντιμότερη (entimóteri) εντιμότερο (entimótero) εντιμότεροι (entimóteroi) εντιμότερες (entimóteres) εντιμότερα (entimótera)
genitive εντιμότερου (entimóterou) εντιμότερης (entimóteris) εντιμότερου (entimóterou) εντιμότερων (entimóteron) εντιμότερων (entimóteron) εντιμότερων (entimóteron)
accusative εντιμότερο (entimótero) εντιμότερη (entimóteri) εντιμότερο (entimótero) εντιμότερους (entimóterous) εντιμότερες (entimóteres) εντιμότερα (entimótera)
vocative εντιμότερε (entimótere) εντιμότερη (entimóteri) εντιμότερο (entimótero) εντιμότεροι (entimóteroi) εντιμότερες (entimóteres) εντιμότερα (entimótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εντιμότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εντιμότατος (entimótatos) εντιμότατη (entimótati) εντιμότατο (entimótato) εντιμότατοι (entimótatoi) εντιμότατες (entimótates) εντιμότατα (entimótata)
genitive εντιμότατου (entimótatou) εντιμότατης (entimótatis) εντιμότατου (entimótatou) εντιμότατων (entimótaton) εντιμότατων (entimótaton) εντιμότατων (entimótaton)
accusative εντιμότατο (entimótato) εντιμότατη (entimótati) εντιμότατο (entimótato) εντιμότατους (entimótatous) εντιμότατες (entimótates) εντιμότατα (entimótata)
vocative εντιμότατε (entimótate) εντιμότατη (entimótati) εντιμότατο (entimótato) εντιμότατοι (entimótatoi) εντιμότατες (entimótates) εντιμότατα (entimótata)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ έντιμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language