δαιμονοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From δαιμονοποιώ (daimonopoió) + -ση (-si) or δαίμον(ας) (daímon(as)) + -ο- (-o-) + -ποίηση (-poíisi).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]δαιμονοποίηση • (daimonopoíisi) f
Declension
[edit]Declension of δαιμονοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | δαιμονοποίηση • | δαιμονοποιήσεις • | |
genitive | δαιμονοποίησης • | δαιμονοποιήσεων • | |
accusative | δαιμονοποίηση • | δαιμονοποιήσεις • | |
vocative | δαιμονοποίηση • | δαιμονοποιήσεις • | |
Formal genitive singular in -εως (-eos) is not common for this group of words. Also, genitive singular in old fashion: δαιμονοποιήσεως. |
Related terms
[edit]- δαιμονοποιώ (daimonopoió, “demonise, demonize”)