Jump to content

δαιμονοποιώ

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From δαίμον(ας) (daímon(as)) +‎ -ο- (-o-) +‎ -ποιώ (-poió).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðe.mo.no.piˈo/
  • Hyphenation: δαι‧μο‧νο‧ποι‧ώ

Verb

[edit]

δαιμονοποιώ (daimonopoió) (past δαιμονοποίησα, passive δαιμονοποιούμαι, ppp δαιμονοποιημένος)

  1. (transitive) to demonize

Conjugation

[edit]
[edit]