From Wiktionary, the free dictionary
From δαίμον(ας) ( daímon(as) ) + -ο- ( -o- ) + -ποιώ ( -poió ) .
IPA (key ) : /ðe.mo.no.piˈo/
Hyphenation: δαι‧μο‧νο‧ποι‧ώ
δαιμονοποιώ • (daimonopoió ) (past δαιμονοποίησα , passive δαιμονοποιούμαι , ppp δαιμονοποιημένος )
( transitive ) to demonize
δαιμονοποιώ , δαιμονοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
δαιμονοποιώ
δαιμονοποιήσω
δαιμονοποιούμαι
δαιμονοποιηθώ
2 sg
δαιμονοποιείς
δαιμονοποιήσεις
δαιμονοποιείσαι
δαιμονοποιηθείς
3 sg
δαιμονοποιεί
δαιμονοποιήσει
δαιμονοποιείται
δαιμονοποιηθεί
1 pl
δαιμονοποιούμε
δαιμονοποιήσουμε , [-ομε ]
δαιμονοποιούμαστε , δαιμονοποιόμαστε
δαιμονοποιηθούμε
2 pl
δαιμονοποιείτε
δαιμονοποιήσετε
δαιμονοποιείστε , (δαιμονοποιόσαστε )
δαιμονοποιηθείτε
3 pl
δαιμονοποιούν (ε )
δαιμονοποιήσουν (ε )
δαιμονοποιούνται
δαιμονοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
δαιμονοποιούσα
δαιμονοποίησα
δαιμονοποιούμουν (α ), δαιμονοποιόμουν (α )
δαιμονοποιήθηκα
2 sg
δαιμονοποιούσες
δαιμονοποίησες
[δαιμονοποιούσουν (α )], δαιμονοποιόσουν (α )
δαιμονοποιήθηκες
3 sg
δαιμονοποιούσε
δαιμονοποίησε
δαιμονοποιούνταν , δαιμονοποιόταν (ε ), {δαιμονοποιείτο }
δαιμονοποιήθηκε
1 pl
δαιμονοποιούσαμε
δαιμονοποιήσαμε
δαιμονοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), δαιμονοποιόμασταν , (‑όμαστε )
δαιμονοποιηθήκαμε
2 pl
δαιμονοποιούσατε
δαιμονοποιήσατε
[δαιμονοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], δαιμονοποιόσασταν , (‑όσαστε )
δαιμονοποιηθήκατε
3 pl
δαιμονοποιούσαν (ε )
δαιμονοποίησαν , δαιμονοποιήσαν (ε )
δαιμονοποιούνταν , δαιμονοποιόνταν (ε ), (δαιμονοποιόντουσαν ), {δαιμονοποιούντο }
δαιμονοποιήθηκαν , δαιμονοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα δαιμονοποιώ ➤
θα δαιμονοποιήσω ➤
θα δαιμονοποιούμαι ➤
θα δαιμονοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα δαιμονοποιείς , …
θα δαιμονοποιήσεις , …
θα δαιμονοποιείσαι , …
θα δαιμονοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … δαιμονοποιήσει έχω, έχεις, … δαιμονοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … δαιμονοποιηθεί είμαι , είσαι , … δαιμονοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … δαιμονοποιήσει είχα, είχες, … δαιμονοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … δαιμονοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … δαιμονοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … δαιμονοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … δαιμονοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … δαιμονοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … δαιμονοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
δαιμονοποίησε
—
δαιμονοποιήσου
2 pl
δαιμονοποιείτε
δαιμονοποιήστε
δαιμονοποιείστε
δαιμονοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
δαιμονοποιώντας ➤
δαιμονοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας δαιμονοποιήσει ➤
δαιμονοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
δαιμονοποιήσει
δαιμονοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.