Jump to content

καταστηματάρχης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

κατάστημα (katástima, shop) +‎ -άρχης (-árchis, leader etc)

Noun

[edit]

καταστηματάρχης (katastimatárchism (plural καταστηματάρχες, feminine καταστηματάρχισσα)

  1. shopkeeper

Declension

[edit]
singular plural
nominative καταστηματάρχης (katastimatárchis) καταστηματάρχες (katastimatárches)
genitive καταστηματάρχη (katastimatárchi) καταστηματαρχών (katastimatarchón)
accusative καταστηματάρχη (katastimatárchi) καταστηματάρχες (katastimatárches)
vocative καταστηματάρχη (katastimatárchi) καταστηματάρχες (katastimatárches)

Synonyms

[edit]
[edit]