καταστηματάρχης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]κατάστημα (katástima, “shop”) + -άρχης (-árchis, “leader etc”)
Noun
[edit]καταστηματάρχης • (katastimatárchis) m (plural καταστηματάρχες, feminine καταστηματάρχισσα)
Declension
[edit]Declension of καταστηματάρχης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταστηματάρχης • | καταστηματάρχες • |
genitive | καταστηματάρχη • | καταστηματαρχών • |
accusative | καταστηματάρχη • | καταστηματάρχες • |
vocative | καταστηματάρχη • | καταστηματάρχες • |
Synonyms
[edit]- έμπορος m (émporos)
- μαγαζάτορας m (magazátoras)
Related terms
[edit]- κατάστημα n (katástima, “shop”)