κατάστημα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek κατάστημα (katástēma), from καθίστημι (kathístēmi, “establish”), combined of κατά (katá, “against, downwards”) + ἵστημι (hístēmi, “to place”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κατάστημα • (katástima) n (plural καταστήματα)
Declension
[edit]Declension of κατάστημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάστημα • | καταστήματα • |
genitive | καταστήματος • | καταστημάτων • |
accusative | κατάστημα • | καταστήματα • |
vocative | κατάστημα • | καταστήματα • |
Synonyms
[edit]Related terms
[edit]- καταστηματάρχης m (katastimatárchis, “shopkeeper”)
- πολυκατάστημα m (polykatástima, “department store”)