ψυχαγωγικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ψυχαγωγικός (psukhagōgikós, “attractive, seductive”).[1] By surface analysis, ψυχαγωγ(ώ) (psychagog(ó)) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ψυχαγωγικός • (psychagogikós) m (feminine ψυχαγωγική, neuter ψυχαγωγικό)
- entertaining, recreational
- Near-synonym: διασκεδαστικός (diaskedastikós)
Declension
[edit]Declension of ψυχαγωγικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ψυχαγωγικός • | ψυχαγωγική • | ψυχαγωγικό • | ψυχαγωγικοί • | ψυχαγωγικές • | ψυχαγωγικά • |
genitive | ψυχαγωγικού • | ψυχαγωγικής • | ψυχαγωγικού • | ψυχαγωγικών • | ψυχαγωγικών • | ψυχαγωγικών • |
accusative | ψυχαγωγικό • | ψυχαγωγική • | ψυχαγωγικό • | ψυχαγωγικούς • | ψυχαγωγικές • | ψυχαγωγικά • |
vocative | ψυχαγωγικέ • | ψυχαγωγική • | ψυχαγωγικό • | ψυχαγωγικοί • | ψυχαγωγικές • | ψυχαγωγικά • |
Related terms
[edit]- see: ψυχαγωγώ (psychagogó, “to entertain, to amuse”)
References
[edit]- ^ ψυχαγωγικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language