κάτοχος κάρτας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Adjective κάτοχος m or f (kátochos, “one who has, who holds”) -verb κατέχω (katécho, “have”)- and genitive singular of κάρτα f (kárta, “card”)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κάτοχος κάρτας • (kátochos kártas) m or f (plural κάτοχοι καρτών)
- cardholder
- Αν ο κάτοχος κάρτας χρειάζεται υγειονομική περίθαλψη κατά τη διάρκεια της παραμονής του, η κάρτα του εξασφαλίζει το δικαίωμα να λάβει αυτή την υγειονομική περίθαλψη από ιατρικό προσωπικό.
- An o kátochos kártas chreiázetai ygeionomikí períthalpsi katá ti diárkeia tis paramonís tou, i kárta tou exasfalízei to dikaíoma na lávei aftí tin ygeionomikí períthalpsi apó iatrikó prosopikó.
- If the cardholder is in need of health care during their stay, the card entitles them to receive this care from the medical staff.