Jump to content

ουρανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ουρανός (ouranós) +‎ -ικός (-ikós). Semantic loan from French palatal.

Adjective

[edit]

ουρανικός (ouranikósm (feminine ουρανική, neuter ουρανικό)

  1. (phonetics, phonology) palatal
  2. (chemistry) related to uranium

Declension

[edit]
Declension of ουρανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουρανικός (ouranikós) ουρανική (ouranikí) ουρανικό (ouranikó) ουρανικοί (ouranikoí) ουρανικές (ouranikés) ουρανικά (ouraniká)
genitive ουρανικού (ouranikoú) ουρανικής (ouranikís) ουρανικού (ouranikoú) ουρανικών (ouranikón) ουρανικών (ouranikón) ουρανικών (ouranikón)
accusative ουρανικό (ouranikó) ουρανική (ouranikí) ουρανικό (ouranikó) ουρανικούς (ouranikoús) ουρανικές (ouranikés) ουρανικά (ouraniká)
vocative ουρανικέ (ouraniké) ουρανική (ouranikí) ουρανικό (ouranikó) ουρανικοί (ouranikoí) ουρανικές (ouranikés) ουρανικά (ouraniká)

Derived terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]