Jump to content

ουρανικοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Morphologically, ουρανικ(ός) (ouranik(ós), palatal) +‎ -ο- (-o-) +‎ -ποίηση (-poíisi, creation, -ization).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /uranikoˈpi.i.si/
  • Hyphenation: ου‧ρα‧νι‧κο‧ποί‧η‧ση

Noun

[edit]

ουρανικοποίηση (ouranikopoíisif (plural ουρανικοποιήσεις)

  1. (phonetics, phonology) palatalization

Declension

[edit]
Declension of ουρανικοποίηση
singular plural
nominative ουρανικοποίηση (ouranikopoíisi) ουρανικοποιήσεις (ouranikopoiíseis)
genitive ουρανικοποίησης (ouranikopoíisis) ουρανικοποιήσεων (ouranikopoiíseon)
accusative ουρανικοποίηση (ouranikopoíisi) ουρανικοποιήσεις (ouranikopoiíseis)
vocative ουρανικοποίηση (ouranikopoíisi) ουρανικοποιήσεις (ouranikopoiíseis)

Older or formal genitive singular: ουρανικοποιήσεως (ouranikopoiíseos)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]