ουρανικοποίηση
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Morphologically, ουρανικ(ός) (ouranik(ós), “palatal”) + -ο- (-o-) + -ποίηση (-poíisi, “creation, -ization”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ουρανικοποίηση • (ouranikopoíisi) f (plural ουρανικοποιήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ουρανικοποίηση (ouranikopoíisi) | ουρανικοποιήσεις (ouranikopoiíseis) |
genitive | ουρανικοποίησης (ouranikopoíisis) | ουρανικοποιήσεων (ouranikopoiíseon) |
accusative | ουρανικοποίηση (ouranikopoíisi) | ουρανικοποιήσεις (ouranikopoiíseis) |
vocative | ουρανικοποίηση (ouranikopoíisi) | ουρανικοποιήσεις (ouranikopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: ουρανικοποιήσεως (ouranikopoiíseos)
Synonyms
[edit]- ουράνωση (ouránosi) (more common)
- not to be confused with the Mediaeval or Hellenistic οὐράνωσις (ouránōsis, “deification, divificatio, apotheosis”)
- ουρανοποίηση (ouranopoíisi) (rare)
Antonyms
[edit]- απουράνωση (apouránosi)
Related terms
[edit]- ουρανικός (ouranikós)
- ουρανισκόφωνος (ouraniskófonos)