ουρανικοποιήσεως
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ουρανικοποίησης (ouranikopoíisis) (more common)
Noun
[edit]ουρανικοποιήσεως • (ouranikopoiíseos) f
- genitive singular of ουρανικοποίηση (ouranikopoíisi)
ουρανικοποιήσεως • (ouranikopoiíseos) f