άντυτος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]άντυτος • (ántytos) m (feminine άντυτη, neuter άντυτο)
- undressed, naked
- Synonym: γυμνός (gymnós)
- improperly dressed
- not covered
- Synonym: ακάλυπτος (akályptos)
- Antonym: καλυμμένος (kalymménos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άντυτος (ántytos) | άντυτη (ántyti) | άντυτο (ántyto) | άντυτοι (ántytoi) | άντυτες (ántytes) | άντυτα (ántyta) | |
genitive | άντυτου (ántytou) | άντυτης (ántytis) | άντυτου (ántytou) | άντυτων (ántyton) | άντυτων (ántyton) | άντυτων (ántyton) | |
accusative | άντυτο (ántyto) | άντυτη (ántyti) | άντυτο (ántyto) | άντυτους (ántytous) | άντυτες (ántytes) | άντυτα (ántyta) | |
vocative | άντυτε (ántyte) | άντυτη (ántyti) | άντυτο (ántyto) | άντυτοι (ántytoi) | άντυτες (ántytes) | άντυτα (ántyta) |
Related terms
[edit]- see: ντύνω (ntýno, “to cover, to dress, to upholster”)