διπλώνω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From διπλός (diplós) + -ώνω (-óno).[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]διπλώνω • (diplóno) (past δίπλωσα, passive διπλώνομαι, p‑past διπλώθηκα, ppp διπλωμένος)
- to fold, to fold in two, to fold over (bend (any thin material) over so that it comes in contact with itself)
Conjugation
[edit]διπλώνω διπλώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διπλώνω | διπλώσω | διπλώνομαι | διπλωθώ |
2 sg | διπλώνεις | διπλώσεις | διπλώνεσαι | διπλωθείς |
3 sg | διπλώνει | διπλώσει | διπλώνεται | διπλωθεί |
1 pl | διπλώνουμε, [‑ομε] | διπλώσουμε, [‑ομε] | διπλωνόμαστε | διπλωθούμε |
2 pl | διπλώνετε | διπλώσετε | διπλώνεστε, διπλωνόσαστε | διπλωθείτε |
3 pl | διπλώνουν(ε) | διπλώσουν(ε) | διπλώνονται | διπλωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δίπλωνα | δίπλωσα | διπλωνόμουν(α) | διπλώθηκα |
2 sg | δίπλωνες | δίπλωσες | διπλωνόσουν(α) | διπλώθηκες |
3 sg | δίπλωνε | δίπλωσε | διπλωνόταν(ε) | διπλώθηκε |
1 pl | διπλώναμε | διπλώσαμε | διπλωνόμασταν, (‑όμαστε) | διπλωθήκαμε |
2 pl | διπλώνατε | διπλώσατε | διπλωνόσασταν, (‑όσαστε) | διπλωθήκατε |
3 pl | δίπλωναν, διπλώναν(ε) | δίπλωσαν, διπλώσαν(ε) | διπλώνονταν, (διπλωνόντουσαν) | διπλώθηκαν, διπλωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διπλώνω ➤ | θα διπλώσω ➤ | θα διπλώνομαι ➤ | θα διπλωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διπλώνεις, … | θα διπλώσεις, … | θα διπλώνεσαι, … | θα διπλωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διπλώσει έχω, έχεις, … διπλωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διπλωθεί είμαι, είσαι, … διπλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διπλώσει είχα, είχες, … διπλωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διπλωθεί ήμουν, ήσουν, … διπλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διπλώσει θα έχω, θα έχεις, … διπλωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διπλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διπλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δίπλωνε | δίπλωσε | — | διπλώσου |
2 pl | διπλώνετε | διπλώστε | διπλώνεστε | διπλωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διπλώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διπλώσει ➤ | διπλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διπλώσει | διπλωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- δίπλωμα n (díploma)
Related terms
[edit]- see: διπλός (diplós)
References
[edit]- ^ διπλώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language