Jump to content

διπλός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek διπλοῦς (diploûs).

Adjective

[edit]

διπλός (diplósm (feminine διπλή, neuter διπλό)

  1. twofold, double, dual, dual purpose

Declension

[edit]
Declension of διπλός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διπλός (diplós) διπλή (diplí) διπλό (dipló) διπλοί (diploí) διπλές (diplés) διπλά (diplá)
genitive διπλού (diploú) διπλής (diplís) διπλού (diploú) διπλών (diplón) διπλών (diplón) διπλών (diplón)
accusative διπλό (dipló) διπλή (diplí) διπλό (dipló) διπλούς (diploús) διπλές (diplés) διπλά (diplá)
vocative διπλέ (diplé) διπλή (diplí) διπλό (dipló) διπλοί (diploí) διπλές (diplés) διπλά (diplá)
[edit]

See also

[edit]