αναγκαίος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Ancient Greek ἀναγκαῖος (anankaîos), from ἀνάγκη (anánkē, necessity) + -ιος (-ios). By surface analysis, ανάγκ(η) +‎ -αίος (-aíos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.naŋˈɟe.os/
  • Hyphenation: α‧να‧γκαί‧ος

Adjective

[edit]

αναγκαίος (anagkaíosm (feminine αναγκαία, neuter αναγκαίο)

  1. necessary, essential
  2. (as a plural noun) necessities
    τα απολύτως αναγκαία της ζωήςta apolýtos anagkaía tis zoḯsthe bare necessities of life

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναγκαίος (anagkaíos) αναγκαία (anagkaía) αναγκαίο (anagkaío) αναγκαίοι (anagkaíoi) αναγκαίες (anagkaíes) αναγκαία (anagkaía)
genitive αναγκαίου (anagkaíou) αναγκαίας (anagkaías) αναγκαίου (anagkaíou) αναγκαίων (anagkaíon) αναγκαίων (anagkaíon) αναγκαίων (anagkaíon)
accusative αναγκαίο (anagkaío) αναγκαία (anagkaía) αναγκαίο (anagkaío) αναγκαίους (anagkaíous) αναγκαίες (anagkaíes) αναγκαία (anagkaía)
vocative αναγκαίε (anagkaíe) αναγκαία (anagkaía) αναγκαίο (anagkaío) αναγκαίοι (anagkaíoi) αναγκαίες (anagkaíes) αναγκαία (anagkaía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναγκαίος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναγκαίος, etc.)

[edit]