αναγκαίος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀναγκαῖος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek ἀναγκαῖος (anankaîos), from ἀνάγκη (anánkē, “necessity”) + -ιος (-ios). By surface analysis, ανάγκ(η) + -αίος (-aíos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αναγκαίος • (anagkaíos) m (feminine αναγκαία, neuter αναγκαίο)
- necessary, essential
- (as a plural noun) necessities
- τα απολύτως αναγκαία της ζωής ― ta apolýtos anagkaía tis zoḯs ― the bare necessities of life
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναγκαίος (anagkaíos) | αναγκαία (anagkaía) | αναγκαίο (anagkaío) | αναγκαίοι (anagkaíoi) | αναγκαίες (anagkaíes) | αναγκαία (anagkaía) | |
genitive | αναγκαίου (anagkaíou) | αναγκαίας (anagkaías) | αναγκαίου (anagkaíou) | αναγκαίων (anagkaíon) | αναγκαίων (anagkaíon) | αναγκαίων (anagkaíon) | |
accusative | αναγκαίο (anagkaío) | αναγκαία (anagkaía) | αναγκαίο (anagkaío) | αναγκαίους (anagkaíous) | αναγκαίες (anagkaíes) | αναγκαία (anagkaía) | |
vocative | αναγκαίε (anagkaíe) | αναγκαία (anagkaía) | αναγκαίο (anagkaío) | αναγκαίοι (anagkaíoi) | αναγκαίες (anagkaíes) | αναγκαία (anagkaía) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναγκαίος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναγκαίος, etc.)
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγκαιότερος (anagkaióteros) | αναγκαιότερη (anagkaióteri) | αναγκαιότερο (anagkaiótero) | αναγκαιότεροι (anagkaióteroi) | αναγκαιότερες (anagkaióteres) | αναγκαιότερα (anagkaiótera) |
genitive | αναγκαιότερου (anagkaióterou) | αναγκαιότερης (anagkaióteris) | αναγκαιότερου (anagkaióterou) | αναγκαιότερων (anagkaióteron) | αναγκαιότερων (anagkaióteron) | αναγκαιότερων (anagkaióteron) |
accusative | αναγκαιότερο (anagkaiótero) | αναγκαιότερη (anagkaióteri) | αναγκαιότερο (anagkaiótero) | αναγκαιότερους (anagkaióterous) | αναγκαιότερες (anagkaióteres) | αναγκαιότερα (anagkaiótera) |
vocative | αναγκαιότερε (anagkaiótere) | αναγκαιότερη (anagkaióteri) | αναγκαιότερο (anagkaiótero) | αναγκαιότεροι (anagkaióteroi) | αναγκαιότερες (anagkaióteres) | αναγκαιότερα (anagkaiótera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αναγκαιότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγκαιότατος (anagkaiótatos) | αναγκαιότατη (anagkaiótati) | αναγκαιότατο (anagkaiótato) | αναγκαιότατοι (anagkaiótatoi) | αναγκαιότατες (anagkaiótates) | αναγκαιότατα (anagkaiótata) |
genitive | αναγκαιότατου (anagkaiótatou) | αναγκαιότατης (anagkaiótatis) | αναγκαιότατου (anagkaiótatou) | αναγκαιότατων (anagkaiótaton) | αναγκαιότατων (anagkaiótaton) | αναγκαιότατων (anagkaiótaton) |
accusative | αναγκαιότατο (anagkaiótato) | αναγκαιότατη (anagkaiótati) | αναγκαιότατο (anagkaiótato) | αναγκαιότατους (anagkaiótatous) | αναγκαιότατες (anagkaiótates) | αναγκαιότατα (anagkaiótata) |
vocative | αναγκαιότατε (anagkaiótate) | αναγκαιότατη (anagkaiótati) | αναγκαιότατο (anagkaiótato) | αναγκαιότατοι (anagkaiótatoi) | αναγκαιότατες (anagkaiótates) | αναγκαιότατα (anagkaiótata) |
Related terms
[edit]- ανάγκη f (anágki, “necessity”)
- αναγκαία n pl (anagkaía, “necessities”)
- αναγκαίο κακό n (anagkaío kakó, “necessary evil”)