Jump to content

φαγκοτίστας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

φαγκοτίστας (fagkotístasm (plural φαγκοτίστες, feminine φαγκοτίστα or φαγκοτίστρια)

  1. bassoonist

Declension

[edit]
Declension of φαγκοτίστας
singular plural
nominative φαγκοτίστας (fagkotístas) φαγκοτίστες (fagkotístes)
genitive φαγκοτίστα (fagkotísta) φαγκοτιστών (fagkotistón)
accusative φαγκοτίστα (fagkotísta) φαγκοτίστες (fagkotístes)
vocative φαγκοτίστα (fagkotísta) φαγκοτίστες (fagkotístes)
[edit]