Jump to content

ουσιαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ουσία (ousía, essence, substance) +‎ -τικός (-tikós), calque of French substantiel. First attested 1890. There is a single attestation in a Koine Greek document for οὐσιαστικός (ousiastikós) but its meaning is unknown and it is not related to the current word.

Adjective

[edit]

ουσιαστικός (ousiastikósm (feminine ουσιαστική, neuter ουσιαστικό)

  1. substantial, real (true, actual)
  2. essential (necessary)

Declension

[edit]
Declension of ουσιαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουσιαστικός (ousiastikós) ουσιαστική (ousiastikí) ουσιαστικό (ousiastikó) ουσιαστικοί (ousiastikoí) ουσιαστικές (ousiastikés) ουσιαστικά (ousiastiká)
genitive ουσιαστικού (ousiastikoú) ουσιαστικής (ousiastikís) ουσιαστικού (ousiastikoú) ουσιαστικών (ousiastikón) ουσιαστικών (ousiastikón) ουσιαστικών (ousiastikón)
accusative ουσιαστικό (ousiastikó) ουσιαστική (ousiastikí) ουσιαστικό (ousiastikó) ουσιαστικούς (ousiastikoús) ουσιαστικές (ousiastikés) ουσιαστικά (ousiastiká)
vocative ουσιαστικέ (ousiastiké) ουσιαστική (ousiastikí) ουσιαστικό (ousiastikó) ουσιαστικοί (ousiastikoí) ουσιαστικές (ousiastikés) ουσιαστικά (ousiastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ουσιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ουσιαστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουσιαστικότερος (ousiastikóteros) ουσιαστικότερη (ousiastikóteri) ουσιαστικότερο (ousiastikótero) ουσιαστικότεροι (ousiastikóteroi) ουσιαστικότερες (ousiastikóteres) ουσιαστικότερα (ousiastikótera)
genitive ουσιαστικότερου (ousiastikóterou) ουσιαστικότερης (ousiastikóteris) ουσιαστικότερου (ousiastikóterou) ουσιαστικότερων (ousiastikóteron) ουσιαστικότερων (ousiastikóteron) ουσιαστικότερων (ousiastikóteron)
accusative ουσιαστικότερο (ousiastikótero) ουσιαστικότερη (ousiastikóteri) ουσιαστικότερο (ousiastikótero) ουσιαστικότερους (ousiastikóterous) ουσιαστικότερες (ousiastikóteres) ουσιαστικότερα (ousiastikótera)
vocative ουσιαστικότερε (ousiastikótere) ουσιαστικότερη (ousiastikóteri) ουσιαστικότερο (ousiastikótero) ουσιαστικότεροι (ousiastikóteroi) ουσιαστικότερες (ousiastikóteres) ουσιαστικότερα (ousiastikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ουσιαστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουσιαστικότατος (ousiastikótatos) ουσιαστικότατη (ousiastikótati) ουσιαστικότατο (ousiastikótato) ουσιαστικότατοι (ousiastikótatoi) ουσιαστικότατες (ousiastikótates) ουσιαστικότατα (ousiastikótata)
genitive ουσιαστικότατου (ousiastikótatou) ουσιαστικότατης (ousiastikótatis) ουσιαστικότατου (ousiastikótatou) ουσιαστικότατων (ousiastikótaton) ουσιαστικότατων (ousiastikótaton) ουσιαστικότατων (ousiastikótaton)
accusative ουσιαστικότατο (ousiastikótato) ουσιαστικότατη (ousiastikótati) ουσιαστικότατο (ousiastikótato) ουσιαστικότατους (ousiastikótatous) ουσιαστικότατες (ousiastikótates) ουσιαστικότατα (ousiastikótata)
vocative ουσιαστικότατε (ousiastikótate) ουσιαστικότατη (ousiastikótati) ουσιαστικότατο (ousiastikótato) ουσιαστικότατοι (ousiastikótatoi) ουσιαστικότατες (ousiastikótates) ουσιαστικότατα (ousiastikótata)