Jump to content

καινοτομία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Koine Greek καινοτομία (novelty, strangeness) (the ancient sense: "invention").[1] By surface analysis, καινο- +‎ -τομία from καινός (kainós, new) and τομή (tomḗ, intersection), τέμνω (témnō, cut).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ce.no.toˈmi.a/
  • Hyphenation: και‧νο‧το‧μί‧α

Noun

[edit]

καινοτομία (kainotomíaf (plural καινοτομίες)

  1. innovation, novelty

Declension

[edit]
Declension of καινοτομία
singular plural
nominative καινοτομία (kainotomía) καινοτομίες (kainotomíes)
genitive καινοτομίας (kainotomías) καινοτομιών (kainotomión)
accusative καινοτομία (kainotomía) καινοτομίες (kainotomíes)
vocative καινοτομία (kainotomía) καινοτομίες (kainotomíes)
[edit]

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ καινοτομία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language