Jump to content

καινοφανής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek καινοφᾰνής (kainophănḗs), from καινός (kainós, fresh, new) + -φανής (-fanís, appearing).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

καινοφανής (kainofanísm (feminine καινοφανής, neuter καινοφανές)

  1. (literally) newly-appearing, newly-visible
  2. (figuratively) unheard of, unprecedented, novel, new-fangled

Declension

[edit]
Declension of καινοφανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καινοφανής (kainofanís) καινοφανής (kainofanís) καινοφανές (kainofanés) καινοφανείς (kainofaneís) καινοφανείς (kainofaneís) καινοφανή (kainofaní)
genitive καινοφανούς (kainofanoús)
καινοφανή (kainofaní)
καινοφανούς (kainofanoús) καινοφανούς (kainofanoús) καινοφανών (kainofanón) καινοφανών (kainofanón) καινοφανών (kainofanón)
accusative καινοφανή (kainofaní) καινοφανή (kainofaní) καινοφανές (kainofanés) καινοφανείς (kainofaneís) καινοφανείς (kainofaneís) καινοφανή (kainofaní)
vocative καινοφανή (kainofaní)
καινοφανής (kainofanís)
καινοφανής (kainofanís) καινοφανές (kainofanés) καινοφανείς (kainofaneís) καινοφανείς (kainofaneís) καινοφανή (kainofaní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καινοφανής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καινοφανής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καινοφανέστερος (kainofanésteros) καινοφανέστερη (kainofanésteri) καινοφανέστερο (kainofanéstero) καινοφανέστεροι (kainofanésteroi) καινοφανέστερες (kainofanésteres) καινοφανέστερα (kainofanéstera)
genitive καινοφανέστερου (kainofanésterou) καινοφανέστερης (kainofanésteris) καινοφανέστερου (kainofanésterou) καινοφανέστερων (kainofanésteron) καινοφανέστερων (kainofanésteron) καινοφανέστερων (kainofanésteron)
accusative καινοφανέστερο (kainofanéstero) καινοφανέστερη (kainofanésteri) καινοφανέστερο (kainofanéstero) καινοφανέστερους (kainofanésterous) καινοφανέστερες (kainofanésteres) καινοφανέστερα (kainofanéstera)
vocative καινοφανέστερε (kainofanéstere) καινοφανέστερη (kainofanésteri) καινοφανέστερο (kainofanéstero) καινοφανέστεροι (kainofanésteroi) καινοφανέστερες (kainofanésteres) καινοφανέστερα (kainofanéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καινοφανέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καινοφανέστατος (kainofanéstatos) καινοφανέστατη (kainofanéstati) καινοφανέστατο (kainofanéstato) καινοφανέστατοι (kainofanéstatoi) καινοφανέστατες (kainofanéstates) καινοφανέστατα (kainofanéstata)
genitive καινοφανέστατου (kainofanéstatou) καινοφανέστατης (kainofanéstatis) καινοφανέστατου (kainofanéstatou) καινοφανέστατων (kainofanéstaton) καινοφανέστατων (kainofanéstaton) καινοφανέστατων (kainofanéstaton)
accusative καινοφανέστατο (kainofanéstato) καινοφανέστατη (kainofanéstati) καινοφανέστατο (kainofanéstato) καινοφανέστατους (kainofanéstatous) καινοφανέστατες (kainofanéstates) καινοφανέστατα (kainofanéstata)
vocative καινοφανέστατε (kainofanéstate) καινοφανέστατη (kainofanéstati) καινοφανέστατο (kainofanéstato) καινοφανέστατοι (kainofanéstatoi) καινοφανέστατες (kainofanéstates) καινοφανέστατα (kainofanéstata)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
  • καινοφανής n (kainofanís, nova)
  • καινοφανώς (kainofanós, novelly, unprecedentedly) (adverb, formal)

Noun

[edit]

καινοφανής (kainofanísm (plural καινοφανείς)

  1. (astronomy) nova (sudden brightening of a previously inconspicuous star.)

Declension

[edit]
Declension of καινοφανής
singular plural
nominative καινοφανής (kainofanís) καινοφανείς (kainofaneís)
genitive καινοφανή (kainofaní)
καινοφανούς (kainofanoús)
καινοφανών (kainofanón)
accusative καινοφανή (kainofaní) καινοφανείς (kainofaneís)
vocative καινοφανή (kainofaní) καινοφανείς (kainofaneís)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]