Jump to content

πρωτοφανής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πρωτοφανής (protofanísm (feminine πρωτοφανής, neuter πρωτοφανές)

  1. very unusual, unprecedented

Declension

[edit]
Declension of πρωτοφανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πρωτοφανής (protofanís) πρωτοφανής (protofanís) πρωτοφανές (protofanés) πρωτοφανείς (protofaneís) πρωτοφανείς (protofaneís) πρωτοφανή (protofaní)
genitive πρωτοφανούς (protofanoús)
πρωτοφανή (protofaní)
πρωτοφανούς (protofanoús) πρωτοφανούς (protofanoús) πρωτοφανών (protofanón) πρωτοφανών (protofanón) πρωτοφανών (protofanón)
accusative πρωτοφανή (protofaní) πρωτοφανή (protofaní) πρωτοφανές (protofanés) πρωτοφανείς (protofaneís) πρωτοφανείς (protofaneís) πρωτοφανή (protofaní)
vocative πρωτοφανή (protofaní)
πρωτοφανής (protofanís)
πρωτοφανής (protofanís) πρωτοφανές (protofanés) πρωτοφανείς (protofaneís) πρωτοφανείς (protofaneís) πρωτοφανή (protofaní)

References

[edit]