Jump to content

διαχωρισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek διαχωρισμός (diakhōrismós).[1] By surface analysis, διαχωρίζω (diachorízo) +‎ -μός (-mós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði̯a.xo.ɾiˈzmos/, /ðʝa.xo.ɾiˈzmos/

Noun

[edit]

διαχωρισμός (diachorismósm (plural διαχωρισμοί)

  1. separation
  2. demarcation

Declension

[edit]
Declension of διαχωρισμός
singular plural
nominative διαχωρισμός (diachorismós) διαχωρισμοί (diachorismoí)
genitive διαχωρισμού (diachorismoú) διαχωρισμών (diachorismón)
accusative διαχωρισμό (diachorismó) διαχωρισμούς (diachorismoús)
vocative διαχωρισμέ (diachorismé) διαχωρισμοί (diachorismoí)

References

[edit]
  1. ^ διαχωρισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language