εξαντλώ
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ἐξαντλῶ (exantlô), from Ancient Greek ἐξαντλέω (exantléō, “empty out, endure to the end”), with semantic loan from French (s’)épuiser.[1] By surface analysis, εξ- (ex-) + αντλώ (antló).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εξαντλώ • (exantló) (past εξάντλησα, passive εξαντλούμαι, p‑past εξαντλήθηκα, ppp εξαντλημένος) (transitive)
- to exhaust, to deplete, to use up (to expend wholly, or until the supply comes to an end)
- to exhaust (to discuss thoroughly or completely)
- to exhaust (to tire out; to wear out; to cause to be without any energy)
Conjugation
[edit]εξαντλώ, εξαντλούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξαντλώ | εξαντλήσω | εξαντλούμαι | εξαντληθώ |
2 sg | εξαντλείς | εξαντλήσεις | εξαντλείσαι | εξαντληθείς |
3 sg | εξαντλεί | εξαντλήσει | εξαντλείται | εξαντληθεί |
1 pl | εξαντλούμε | εξαντλήσουμε, [-ομε] | εξαντλούμαστε | εξαντληθούμε |
2 pl | εξαντλείτε | εξαντλήσετε | εξαντλείστε | εξαντληθείτε |
3 pl | εξαντλούν(ε) | εξαντλήσουν(ε) | εξαντλούνται | εξαντληθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξαντλούσα | εξάντλησα | [εξαντλούμουν(α)] | εξαντλήθηκα |
2 sg | εξαντλούσες | εξάντλησες | [εξαντλούσουν(α)] | εξαντλήθηκες |
3 sg | εξαντλούσε | εξάντλησε | εξαντλούνταν, {εξαντλείτο} | εξαντλήθηκε |
1 pl | εξαντλούσαμε | εξαντλήσαμε | εξαντλούμασταν, (‑ούμαστε) | εξαντληθήκαμε |
2 pl | εξαντλούσατε | εξαντλήσατε | [εξαντλούσασταν, (‑ούσαστε)] | εξαντληθήκατε |
3 pl | εξαντλούσαν(ε) | εξάντλησαν, εξαντλήσαν(ε) | εξαντλούνταν, {εξαντλούντο} | εξαντλήθηκαν, εξαντληθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξαντλώ ➤ | θα εξαντλήσω ➤ | θα εξαντλούμαι ➤ | θα εξαντληθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξαντλείς, … | θα εξαντλήσεις, … | θα εξαντλείσαι, … | θα εξαντληθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξαντλήσει έχω, έχεις, … εξαντλημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξαντληθεί είμαι, είσαι, … εξαντλημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξαντλήσει είχα, είχες, … εξαντλημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξαντληθεί ήμουν, ήσουν, … εξαντλημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξαντλήσει θα έχω, θα έχεις, … εξαντλημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξαντληθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξαντλημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | εξάντλησε | — | εξαντλήσου |
2 pl | εξαντλείτε | εξαντλήστε | εξαντλείστε | εξαντληθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξαντλώντας ➤ | εξαντλούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξαντλήσει ➤ | εξαντλημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξαντλήσει | εξαντληθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- εξαντλητικός (exantlitikós)
Related terms
[edit]- εξάντληση f (exántlisi)
References
[edit]- ^ εξαντλώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms borrowed from Koine Greek
- Greek learned borrowings from Koine Greek
- Greek terms derived from Koine Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek semantic loans from French
- Greek terms derived from French
- Greek terms prefixed with εξ-
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek transitive verbs
- Greek verbs conjugating like 'ασκώ'