συναντάω
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- συναντώ (synantó)
Etymology
[edit]From Ancient Greek συναντάω (sunantáō), from συν- (sun-) + ἀντάω (antáō).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]συναντάω • (synantáo) / συναντώ (past συνάντησα, passive συναντιέμαι/συναντώμαι, p‑past συναντήθηκα)
Conjugation
[edit]συναντάω / συναντώ, συναντιέμαι & συναντώμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συναντάω, συναντώ | συναντήσω | συναντιέμαι - συναντώμαι1 | συναντηθώ |
2 sg | συναντάς | συναντήσεις | συναντιέσαι - συναντάσαι | συναντηθείς |
3 sg | συναντάει, συναντά | συναντήσει | συναντιέται - συναντάται | συναντηθεί |
1 pl | συναντάμε, συναντούμε | συναντήσουμε, [‑ομε] | συναντιόμαστε - συναντόμαστε, {‑ώμεθα} | συναντηθούμε |
2 pl | συναντάτε | συναντήσετε | συναντιέστε, (‑ιόσαστε) - συναντάστε, {συναντάσθε} | συναντηθείτε |
3 pl | συναντάνε, συναντάν, συναντούν(ε) | συναντήσουν(ε) | συναντιούνται, (‑ιόνται) - συναντώνται | συναντηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συναντούσα, συνάνταγα2 | συνάντησα | συναντιόμουν(α) - — | συναντήθηκα |
2 sg | συναντούσες, συνάνταγες | συνάντησες | συναντιόσουν(α) - — | συναντήθηκες |
3 sg | συναντούσε, συνάνταγε | συνάντησε | συναντιόταν(ε) - {συναντάτο} | συναντήθηκε |
1 pl | συναντούσαμε, συναντάγαμε | συναντήσαμε | συναντιόμασταν, (‑ιόμαστε) - — | συναντηθήκαμε |
2 pl | συναντούσατε, συναντάγατε | συναντήσατε | συναντιόσασταν, (‑ιόσαστε) - — | συναντηθήκατε |
3 pl | συναντούσαν(ε), συνάνταγαν, (συναντάγανε) | συνάντησαν, συναντήσαν(ε) | συναντιόνταν(ε), συναντιόντουσαν, συναντιούνταν - {συναντώντο} | συναντήθηκαν, συναντηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συναντάω, θα συναντώ ➤ | θα συναντήσω ➤ | θα συναντιέμαι - συναντώμαι ➤ | θα συναντηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συναντάς, … | θα συναντήσεις, … | θα συναντιέσαι - συναντάσαι, … | θα συναντηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συναντήσει | έχω, έχεις, … συναντηθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συναντήσει | είχα, είχες, … συναντηθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συναντήσει | θα έχω, θα έχεις, … συναντηθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συνάνταγε | συνάντησε | — | συναντήσου |
2 pl | συναντάτε | συναντήστε | συναντιέστε - συναντάστε, {συναντάσθε} | συναντηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συναντώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συναντήσει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | συναντήσει | συναντηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class A1 for active and passive voice (with -ώ, -άς, -άς & -ιέμαι endings), but also Class Α2 for passive voice (with -ώμαι more formal endings). 2. All forms with -γ- are less common for this verb • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- ξανασυναντάω (xanasynantáo, “to meet again”), ξανασυναντώ (xanasynantó)
- συνάντηση f (synántisi, “meeting”)