αναρμοδιότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αν- (an-, α- privative) + αρμοδιότητα (armodiótita, “competence, domain, jurisdiction”). First attested 1809 as αρμοδιότης (armodiótis).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αναρμοδιότητα • (anarmodiótita) f (plural αναρμοδιότητες)
- (law) incompetence, lack of jurisdiction (lack of legal authority to deal with a matter)
- Η αναρμοδιότητα του δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση.
- I anarmodiótita tou dikastiríou na ekdikásei tin ypóthesi.
- The court's lack of jurisdiction to try the case.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναρμοδιότητα (anarmodiótita) | αναρμοδιότητες (anarmodiótites) |
genitive | αναρμοδιότητας (anarmodiótitas) | αναρμοδιοτήτων (anarmodiotíton) |
accusative | αναρμοδιότητα (anarmodiótita) | αναρμοδιότητες (anarmodiótites) |
vocative | αναρμοδιότητα (anarmodiótita) | αναρμοδιότητες (anarmodiótites) |
Antonyms
[edit]- (antonym(s) of “lack of jurisdiction, incompetence”): αρμοδιότητα f (armodiótita), δικαιοδοσία f (dikaiodosía)